- γευστικός
- -ή, -ό (AM γευστικός, -ή, -όν) [γεύομαι]αυτός που αναφέρεται στη γεύση, ο σχετικός με τη γεύση («γευστικοί κάλυκες», «γευστικά κύτταρα», «γευστικόν αἰσθητήριον» — το όργανο τής γεύσης)νεοελλ.αυτός που έχει ευχάριστη γεύση, ο εύγευστος, ο νόστιμοςαρχ.το ουδ. ως ουσ. το γευστικόνη γεύση*.
Dictionary of Greek. 2013.